Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εδώ είναι το

  • 1 отсюда

    επίρ.
    από εδώ•

    уходи отсюда φεύγα απ εδώ•

    вон отсюда έξω απ εδώ•

    далко ли отсюда до города είναι μακριά η πόλη-απ εδώ;•

    вывод ясен το συμπέρασμα απ εδώ είναι σαφές•

    -его ощибки απ εδώ πηγάζουν (ξεκινούν) τα λάθη του.

    Большой русско-греческий словарь > отсюда

  • 2 мало

    мало 1. нареч. λίγο, λιγάκι· здесь \мало народу εδώ είναι λίγος κόσμος 2. предик, είναι λίγο' этого слишком \мало αυτό είναι πολύ λίγο
    * * *
    1. нареч.
    λίγο, λιγάκι

    здесь ма́ло наро́ду — εδώ είναι λίγος κόσμος

    2. предик.

    э́того сли́шком ма́ло — αυτό είναι πολύ λίγο

    Русско-греческий словарь > мало

  • 3 тесно

    тесно предик, είναι στενόχωρα; здесь \тесно εδώ είναι στενόχωρα
    * * *
    предик.

    здесь те́сно — εδώ είναι στενόχωρα

    Русско-греческий словарь > тесно

  • 4 душно

    душно безл. здесь \душно εδώ είναι αδύνατο να αναπνεύσεις мне \душно πνίγομαι (από τη ζέστα)
    * * *
    безл.

    здесь ду́шно — εδώ είναι αδύνατο να αναπνεύσεις

    мне ду́шно — πνίγομαι (από τη ζέστα)

    Русско-греческий словарь > душно

  • 5 много

    много πολύ* \много лет πολλά χρόνια· очень \много πάρα πολύ·\много знать ξέρω πολλά; здесь \много народу εδώ είναι πολύς κόσμος
    * * *

    мно́го лет — πολλά χρόνια

    о́чень мно́го — πάρα πολύ

    мно́го знать — ξέρω πολλά

    здесь мно́го наро́ду — εδώ είναι πολύς κόσμος

    Русско-греческий словарь > много

  • 6 темно

    темно: уже \темно σκοτείνιασε; (здесь) \темно (εδώ) είναι σκοτεινά· на дворе \темно έξω κάνει σκοτάδι
    * * *

    уже́ темно́ — σκοτείνιασε

    (здесь) темно́ — (εδώ) είναι σκοτεινά

    на дворе́ темно́ — έξω κάνει σκοτάδι

    Русско-греческий словарь > темно

  • 7 отлично

    1. επίρ. άριστα•

    ученик ответил отлично ο μαθητής απάντησε άριστα•

    она учится αυτή μαθαίνει άριστα.

    2. ως κατηγ. είναι υπέροχα, θαυμάσια•

    здесь отлично εδώ είναι υπέροχα.

    3. πολύ καλά, ωραία, περίφημα•

    сейчас он придёт отлично, мы его здесь подождём τώρα αυτός θα έρθει. отлично Πολύ καλά, εμείς θα τον περιμένομε εδώ.

    4. ως ουσ. ο βαθμός άριστα•

    он получил отлично αυτός πήρε άριστα.

    Большой русско-греческий словарь > отлично

  • 8 беда

    -ы, πλθ. беды θ.
    1. δυστυχία, κακό, συμφορά• δυστύχημα•

    выручить из -ы βγάζω από τη δυστυχία•

    помочь в -е βοηθώ στή δυστυχία•

    непоправимая беда ανεπανόρθωτο κακό, δυστύχημα•

    попасть в -у παθαίνω κακό (πέφτω σε δυστυχία)•

    утещать в -е παρηγορώ στη δυστυχία.

    2. (ως κατηγ.) είναι δύσκολο, κακό, άσχημο•

    беда мне с ним μου είναι δύσκολο μ’ αυτόν, κακό που με βρήκε μ’ αυτόν•

    беда в том, что он не учится το κακό είναι που δε μαθαίνει ή δε σπουδάζει.

    || (με το μόριο не) δεν είναι σοβαρό•

    это не беда αυτό δεν είναι σοβαρό.

    3. πάρα πολύς, πληθώρα•

    людей там беда сколько ήταν εκεί.πολύς κόσμος, κακό μεγάλο•

    хорошая женщина? беда хорошая καλή γυναίκα’ πάρα πολύ καλή.

    εκφρ.
    - как – πάρα πολύ•
    на -у мою (твою – πλπ.) δυστυχώς για μένα, για κακό δικό μου, για κακή μου τύχη•
    что за -! – το κακό δεν είναι μεγάλο, κακό το λες αυτό;•
    то-то и, в том-то и беда – εδώ είναι η ρίζα του κακού.

    Большой русско-греческий словарь > беда

  • 9 плохо

    плохо
    1. нареч κακά, κακώς, ἀσχημα:
    \плохо готовить κακομαγειρεύω· \плохо считать μετρῶ λαθεμένα· \плохо обращаться с кем-л. κακομεταχειρίζομαι κάποιον \плохо жить κακοπερνῶ, φυτοζωῶ· он \плохо выглядит ἡ δψη του δείχνει ἀσχημα· я себя \плохо чу́вствую αἰσθάνομαι ἄσχημα· дело \плохо кончится ἡ δουλειά θά ἔχει ἀσχημο τέλος· очень \плохо πολύ κακά, πολύ ἄσχημα· из рук вой \плохо разг κακά καί ψυχρά·
    2. предик безл εἶναι ἄσχημα, δέν εἶναι καλά:
    ему́ о́чень \плохо εἶναι πολύ ἀσχημά это \плохо1 αὐτό εἶναι ἀσχημο!· у него с деньгами \плохо ἀπό λεφτά δέν πάει καλἄ здесь \плохо ἐδῶ εἶναι ἀσχημα·
    3. с (отметка) κακῶς· ◊ он \плохо кончит θά ἔχει κακό τέλος.

    Русско-новогреческий словарь > плохо

  • 10 далеко

    κ. далеко
    1. επίρ. μακριά, αλάργα, πέρα, απόμακρα•

    я живу далеко от вас ζω μακριά από σας.

    2. ως κατηγ. είναι μακριά•

    до фронта отсюда далеко το πολεμικό μέτωπο απ’ εδώ είναι μακριά•

    ему далеко до совершенства απέχει πολύ από του να γίνει τέλειος.

    3. (με την πρόθεση «В» κ. ουσ.) βαθιά•

    зайти далеко в лес μπαίνω βαθιά στο δάσος.

    εκφρ.
    далеко за... – α) αργά, πάρωρα•
    далеко за полночь – αργά μετά τα μεσάνυχτα, β) πολύ περισοότερο απο, πάνω απο•
    ему далеко за сорок – είναι πολύ περισσότερο από σαράντα (χρόνια)•
    далеко не – καθόλου διόλου•
    далеко не трус – δεν είναι καθόλου δειλός•
    далеко не глуп – δεν είναι καθόλου κουτός•
    далеко до... – δε φτάνει πολύ, θέλει (χρειάζεται) πολύ ακόμα•
    ему далеко до меня – θέλει πολύ ακόμα για να με φτάσει•
    далеко не уедешь ή не уйдешь – μακριά δε θα πας (δε θα πετύχεις το σκοπό σου, δε θα προοδέψεις)•
    далеко пойти – κάνω την καριέρα μου, προοδεύω, διαπρέπω, προκόβω•
    с его способностями он пойдет – με τις ικανότητες που έχει θα προκόψει πολύ•
    далеко зайти – προχωρώ πολύ•
    выходить -за... – ξεπερνώ τα όρια...

    Большой русско-греческий словарь > далеко

  • 11 штука

    шту́к||а
    ж
    1. τό κομμάτι, τό τεμάχιο[ν]:
    десять штук яблок δέκα μήλα·
    2. (выходка) разг τό κόλπο, ἡ δουλειά:
    вот так \штука! τώρα μάλιστα!· выкидывать \штукаи σκαρώνω δουλειές·
    3. (предмет, явление) разг τό πράμα, τό πραγμα:
    что за \штука? τί πρᾶ(γ)μα εἶναι αὐτό;· нехитрая \штука εἶναι ἀπλό·
    4. (кусок ткани и т. п.) τό τόπι:
    \штука полотна τό τόπι ὑφάσματος· ◊ сразу видно, что он за \штука! ἀπό τά μοῦ-тра του φαίνεται τί σόϊ ἄνθρωπος εἶναι!· в том-то ἡ \штука! ἀμ· ἐδῶ εἶναι τό ζήτημα!

    Русско-новогреческий словарь > штука

  • 12 один

    один
    1. числ. είς, ἐνας:
    только \один раз μόνο μιά φορά, μιά φορά μονάχα· \один или два ἔνας ἡ δύο· \один из иих ἔνας ἀπ' αὐτούς' \один билет Ινα εἰσιτήριο· одни́ щипцы μιά μασιά· одним ударом μ' ἕνα κτύπημα·
    2. прил (без других, в одиночестве) μόνος, ὁλομόναχος:
    я сделал эту работу \один αὐτήν τήν ἐργασία τήν £κανα μόνος μου (или μοναχός μου)· он был совсем \один ήταν ὁλομόναχος· мать и сестра остались совсем одии́ ἡ μητέρα καί ἡ ἀδελφή Εμειναν ἐντελώς μόνες (или Ολομόναχες)·
    3. прил (никто другой, единственный) μονάχα, μόνο[ν]; одна надежда его поддерживает τόν κρατἄ μόνον μιά ἐλπίδα· одна лишь мысль καί μόνο ἡ σκέψη·
    4. прил (тот оке самый, одинаковый) ὁ αὐτός, ὁ ίδιος:
    \один и тот же ὁ ἰδιος, είς καί ὁ αὐτός· это одно́ и то́ же εἶναι τό ἰδιο, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό· в одно́ и то же время ταυτόχρονα, ταυτοχρόνως, συγχρόνως· говорить одно́ и то́ же κοπανώ τά ἰδια καί τά ἰδια· одного возраста τῆς ίδιας (или τής αὐτής) ἡλικίας·
    5. мест, (какой-то, некий) ἐνας, κάποιος:
    я прочел.-.то в одио́м журнале αὐτό τό διάβασα σ' ἕνα περιοδικό·
    6. мест, (только, исключительно) μόνο[ν], μονάχα, ὀποκλει-·τικά [-<δς]:
    здесь одии́ только женщины и дети ἐδῶ εἶναι μόνο γυναίκες καί παιδιά·
    7. сущ. ἔνας·.

    Русско-новогреческий словарь > один

  • 13 дышать

    дышу, дышишь, μτχ. ενστ. дышащий ρ.δ.
    1. αναπνέω, ανασαίνω•

    дышать носом αναπνέω με τη μύτη•

    тяжело -у με δυσκολία αναπνέω•

    легко -у αναπνέω ελεύθερα•

    ле -у μόλις μπορώ και αναπνέω•

    он уже не -ит αυτός πια πέθανε•

    свежим воздухом αναπνέω φρέσκον αέρα.

    || εισπνέω. || εκπνέω. || μτφ. φυσώ, πνέω•

    не -ши на меня μη φυσάς σε μένα (στο πρόσωπο μου)•

    здесь всё -ит радостью εδω είναι, χαρά θεού.

    2. αφοσιώνομαι, κατέχομαι από το πνεύμα που επικρατεί. || εμφανίζομαι, προβάλλω.
    εκφρ.
    он -ит на ладан – μυρίζει χωματίλα, πλησιάζει το τέλος του η είναι του θανατά•
    еле ή чуть -ит – α) είνοαετοιμοθάνατος... β) είναι ερείπιο•
    дом еле -ит – το σπίτι μόλις κρατιέται•
    не дышать – δεν παίρνω ανάσα, κρατώ την αναπνοή.
    αναπνέω•

    дышать легко αναπνέω ελεύθερα.

    Большой русско-греческий словарь > дышать

  • 14 твой

    твоя, тво.
    1. κτητική αντων. δικός σου, δική σου, δικό σου•

    твой дом το δικό σου σπίτι (το σπίτι σου)•

    твоя книга το δικό σου βιβλίο (το βιβλίο σου)•

    тво мнение η δική σου γνώμη (η γνώμη σου).

    || σαν ο δικός σου, δική σου κ.τ.τ., ίδιος, όμοιος•

    у него твой нос αυτός έχει την ίδια μύτη με τη δική σου.

    2. ουσ. ουδ. тво το δικό σου•

    тут общее, а не твоё, моё εδώ είναι κοινό, κι όχι δικά σου, δικό μου.

    3. ουσ, πλθ. -и οι δικοί σου, οι συγγενείς σου.
    4. ουσ. твой, твоя (απλ.) ο δικός σου (ο σύζυγος σουή ο ερωμένος σου)• η δική σου (η σύζυγος σου ή η ερωμένη σου).
    εκφρ.
    по -ему – α) όπως εσύ, κατά το δικό σου τρόπο ή παράδειγμα, β) όπως θέλεις, κατά τη θέληση σου•
    пусть будет по -ему – ας γίνει όπως εσύ θέλεις, γ) κατά τη γνώμη σου• - дело είναι δική σου υπόθεση ή δουλειά•
    не - дело – δεν είναι δική σου δουλειά•
    - я берт – υπερτερείς, υπερέχεις, νικάς•
    что твойκ. παλ. на что твой όπως ο δικός σου.

    Большой русско-греческий словарь > твой

  • 15 чисто

    чисто
    1. нареч καθαρά [-ώς], μετά καθαριότητος:
    \чисто вымыть ру́ки πλένω καλά τά χέρια· \чисто одеваться ντύνομαι καθαρά·
    2. предик безл εἶναι καθαρό:
    здесь \чисто ἐδῶ εἶναι καθαρά.

    Русско-новогреческий словарь > чисто

  • 16 κουμπί

    τό
    1) пуговица; 2) кнопка (звонка, выключателя и т. п.);

    πατώ το κουμπί — нажимать кнопку;

    3) перен. суть дела;

    εδώ είναι το κουμπί — в этом вся суть;

    § βρίσκω το κουμπίнаходить способ (что-л, сделать), находить ключ (к чему-л.);

    αυτά είναι τα κουμπίά της 'Αλέξαινας — вот в чём загвоздка

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κουμπί

  • 17 παλούκι

    τό
    1) кол; клин, свая; 2) перен. непреодолимая трудность; большое затруднение;

    είναι δυνατό παλούκι — это крепкий орешек;

    εδώ είναι το παλούκι — вот где собака зарыта;

    § ανθρωπος τού σκοινιού και τού παλούκιού — беспутник, развратник

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παλούκι

  • 18 внове

    επίρ.
    με σημ. κατηγ. είναι νέο, καινούργιο•

    ему здесь все внове γι αυτόν εδώ είναι όλα καινούργια.

    Большой русско-греческий словарь > внове

  • 19 баня

    бан||я
    ж
    1. τό μπάνιο, τό λουτρό;
    2. перен ἡ κατσάδα:
    задать \баняю кому́-л. κατσαδιάζω, λούζω γιά καλά; ◊ ну и \баня здесь ἐδῶ εἶναι φοῦρνος.

    Русско-новогреческий словарь > баня

  • 20 загвоздка

    загвоздка
    ж разг ἡ δυσκολία, ὁ κόμπος:
    вот в чем \загвоздка! ἐδω εἶναι ὁ κόμπος!

    Русско-новогреческий словарь > загвоздка

См. также в других словарях:

  • έδω — ἔδω (Α) 1. τρώω 2. καταναλώνω, σπαταλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ρίζα *ed «τρώω», στην οποία ανάγεται το ρήμα, εμφανίζεται κυρίως στο επικό απαρμφ. έδμεναι ενός αρχαίου αθέματου ενεστ., καθώς και στην υποτακτ. σε θέση μέλλοντος έδομαι (πρβλ. χεττ. ed mi «τρώω» …   Dictionary of Greek

  • εδώ — (Μ ἐδῶ) επίρρ. 1. τοπ. σε αυτόν τον τόπο, σε αυτό το σημείο 2. χρον. τότε, αυτή τη στιγμή νεοελλ. 1. με τα μόρια μέχρι(ς), έως, ώς είτε επιτατ. για δήλωση ακριβούς καθορισμού είτε αοριστολ. για ηπιότερη έκφραση («ώς εδώ και μη παρέκει», «έλα ώς… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»